Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εποίκιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εποίκισ|η <-εις> [ɛˈpicisi] SUBST θηλ, εποικισμός [ɛpicizˈmɔs] SUBST αρσ

εποίκιση
Besiedlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский