Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιψήφιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιψήφισ|η <-εις> [ɛpiˈpsifisi] SUBST θηλ (παραδοχή)

επιψήφιση
Annahme θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский