Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστεγάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστεγά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpistɛˈɣazɔ] VERB μεταβ

1. επιστεγάζω (καλύπτω με στέγη):

επιστεγάζω

2. επιστεγάζω μτφ (έργο):

επιστεγάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский