Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpistaˈtɔ] VERB αμετάβ

επιστατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский