Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικράτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικράτησ|η <-εις> [ɛpiˈkratisi] SUBST θηλ

1. επικράτηση (το να επικρατεί κάτι):

επικράτηση
Vorherrschaft θηλ

2. επικράτηση (επιβολή):

επικράτηση
Durchsetzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский