Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίκριση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίκρισ|η <-εις> [ɛˈpikrisi] SUBST θηλ

1. επίκριση (κριτική):

επίκριση
Kritik θηλ

2. επίκριση (ψόγος, μομφή):

επίκριση
Tadel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский