Ελληνικά » Γερμανικά

επικοντιστής (επικοντίστρια) [ɛpikɔndisˈtis, ɛpikɔnˈdistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επικοντιστής (επικοντίστρια)
Stabhochspringer(in) αρσ (θηλ)

επικονιαστής [ɛpikɔniasˈtis] SUBST αρσ

επικουρία [ɛpikuˈria] SUBST θηλ (ενίσχυση)

επικονίασ|η <-εις> [ɛpikɔˈniasi] SUBST θηλ

επικονιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpikɔniˈazɔ] VERB μεταβ

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST αρσ, φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST θηλ

επικοινωνία [ɛpicinɔˈnia] SUBST θηλ

2. επικοινωνία (συγκοινωνία):

Verkehr αρσ

3. επικοινωνία (συναναστροφή):

Umgang αρσ mit

4. επικοινωνία (σχέση):

Beziehung θηλ

επικουρισμός [ɛpikurizˈmɔs] SUBST αρσ και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский