Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικολλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpikɔˈlɔ] VERB μεταβ

επικολλώ κάτι (πάνω) σε κάτι
etw auf etw αιτ kleben
επικολλώ αφίσες

Παραδειγματικές φράσεις με επικολλώ

επικολλώ αφίσες
επικολλώ κάτι (πάνω) σε κάτι
etw auf etw αιτ kleben

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский