Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενημερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενημερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnimɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ενημερώνω (δίνω ορισμένες πληροφορίες):

ενημερώνω κάποιον για κάτι
ενημερώνω κάποιον για κάτι

2. ενημερώνω (κατατοπίζω):

ενημερώνω κάποιον σε κάτι

3. ενημερώνω (εκσυγχρονίζω: εγκυκλοπαίδεια κτλ):

ενημερώνω

4. ενημερώνω Η/Υ (πρόγραμμα):

ενημερώνω

Παραδειγματικές φράσεις με ενημερώνω

ενημερώνω κάποιον για κάτι
ενημερώνω κάποιον σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский