Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεχυράστρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεχυροδανειστήριο [ɛnɛçirɔðanisˈtiriɔ] SUBST ουδ

ενεχυριάσιμ|ος <-η, -ο> [ɛnɛçiriˈasimɔs] ΕΠΊΘ

ενεχυροπιστωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛçirɔpistɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενεχυριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛnɛçiriˈazɔ] VERB μεταβ

ενεχυρόγραφο [ɛnɛçiˈrɔɣrafɔ] SUBST ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

ενεχυροδότης [ɛnɛçirɔˈðɔtis] SUBST αρσ

ενεχυρούχ|ος <-α, -ο> [ɛnɛçiˈruxɔs] ΕΠΊΘ

ενεχυροδανειστής (ενεχυροδανείστρια) [ɛnɛçirɔðanisˈtis, ɛnɛçirɔðaˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский