Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναρκτήριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναρκτήρι|ος <-α, -ο> [ɛnarˈktiriɔs] ΕΠΊΘ (λόγος κτλ)

εναρκτήριος
Eröffnungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский