Ελληνικά » Γερμανικά

εκχωρητήριο [ɛkxɔriˈtiriɔ] SUBST ουδ

εκχωρητής [ɛkxɔriˈtis] SUBST αρσ ΝΟΜ

εκχωρησιμότητα [ɛkxɔrisiˈmɔtita] SUBST θηλ

εκχωματώ|νω <-σα, -θηκα> [ɛkxɔmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

εκχωμάτωσ|η <-εις> [ɛkxɔˈmatɔsi] SUBST θηλ

εκχωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛkxɔˈrɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский