Ελληνικά » Γερμανικά

εκατόχρον|ος <-η, -ο> [ɛkaˈtɔxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

εκατοντάχρον|ος <-η, -ο> [ɛkatɔnˈdaxrɔnɔs] ΕΠΊΘ

εκατόμβη [ɛkaˈtɔɱvi] SUBST θηλ (αριθμός θυμάτων)

εκατοστή [ɛkatɔsˈti] SUBST θηλ

εκατοστό [ɛkatɔsˈtɔ] SUBST ουδ

1. εκατοστό (από σύνολο):

Hundertstel ουδ

εκατοστ|ός <-ή, -ό> [ɛkatɔsˈtɔs] ΕΠΊΘ

εκατοστί|ζω [ɛkatɔsˈtizɔ], κατοστί|ζω [katɔsˈtizɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

εκατοστάρικο [ɛkatɔsˈtarikɔ] SUBST ουδ

1. εκατοστάρικο (εκατό ευρώ):

Hunderter αρσ

2. εκατοστάρικο ΙΣΤΟΡΊΑ (εκατοντάδραχμο):

Hunderter αρσ

3. εκατοστάρικο ΙΣΤΟΡΊΑ (εκατό μάρκα):

Hunderter αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский