Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισαγγελικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισαγγελικ|ός <-ή, -ό> [isaɲɟɛliˈkɔs] ΕΠΊΘ

εισαγγελικός
staatsanwaltlich, Staatsanwaltschafts-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский