Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: δραστηριοποίηση , δραστηριοποιώ , αστριοποίηση και δραστηριότητα

δραστηριοποίησ|η <-εις> [ðrastiriɔˈpiisi] SUBST θηλ

δραστηριοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðrastiriɔpiˈɔ] VERB μεταβ

αστριοποίησ|η <-εις> [astriɔˈpiisi] SUBST θηλ

δραστηριότητα [ðrastiriˈɔtita] SUBST θηλ

2. δραστηριότητα (δύναμη, ενεργητικότητα):

Tatkraft θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский