Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δραπετεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δραπετ|εύω <-ευσα [ή -εψα] > [ðrapɛˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

δραπετεύω από
fliehen aus +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский