Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δραματουργός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δραματουργός [ðramaturˈɣɔs] SUBST mf (συγγραφέας)

δραματουργός
Dramatiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский