Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διμοριακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διμοριακ|ός <-ή, -ό> [ðimɔriaˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

διμοριακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский