Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διμηνιαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διμηνιαί|ος <-α, -ο> [ðiminiˈɛɔs] ΕΠΊΘ

1. διμηνιαίος (διάρκεια, ηλικία):

διμηνιαίος

2. διμηνιαίος (που επαναλαμβάνεται κάθε δύο μήνες):

διμηνιαίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский