Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικτυωτό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικτυωτό [ðiktiɔˈtɔ] SUBST ουδ

1. δικτυωτό (από σύρμα):

δικτυωτό
Drahtgeflecht ουδ

2. δικτυωτό (από σίδερο):

δικτυωτό
Gitter ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με δικτυωτό

δικτυωτό σύρμα
δικτυωτό καλτσόν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский