Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεκπεραιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεκπεραιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiɛkpɛrɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. διεκπεραιώνω (κάποια υπόθεση):

διεκπεραιώνω

2. διεκπεραιώνω (καθήκοντα):

διεκπεραιώνω
διεκπεραιώνω τα καθήκοντά μου

3. διεκπεραιώνω (ταχυδρομώ):

διεκπεραιώνω

Παραδειγματικές φράσεις με διεκπεραιώνω

διεκπεραιώνω τα καθήκοντά μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский