Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεκδικητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεκδικητής (διεκδικήτρια) [ðiɛkðiciˈtis, ðiɛkðiˈcitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διεκδικητής (διεκδικήτρια)
Anwärter(in) αρσ (θηλ)
διεκδικητής θρόνου
Thronanwärter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με διεκδικητής

διεκδικητής θρόνου
Thronanwärter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский