Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: διεγερτικό , διεγερτικός , διεγείρω και διεγέρτης

διεγερτικό [ðiɛjɛrtiˈkɔ] SUBST ουδ (φάρμακο)

διεγερτικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛjɛrtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διεγερτικός (γενικά):

anregend, Anregungs-

2. διεγερτικός (ερωτικά):

διεγέρτης (διεγέρτρια) [ðiɛˈjɛrtis, ðiɛˈjɛrtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (του λαού)

διεγέρτης (διεγέρτρια)
Aufwiegler(in) αρσ (θηλ)

διεγ|είρω <-ειρα, -έθηκα, -ερμένος> [ðiɛˈjirɔ] VERB μεταβ

1. διεγείρω (τονώνω):

2. διεγείρω (εξεγείρω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский