Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεγέρτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεγέρτης (διεγέρτρια) [ðiɛˈjɛrtis, ðiɛˈjɛrtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (του λαού)

διεγέρτης (διεγέρτρια)
Aufwiegler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский