Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαστρωμάτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαστρωμάτωσ|η <-εις> [ðiastrɔˈmatɔsi] SUBST θηλ (κατάταξη σε στρώματα)

διαστρωμάτωση
Schichtung θηλ
κοινωνική διαστρωμάτωση

Παραδειγματικές φράσεις με διαστρωμάτωση

κοινωνική διαστρωμάτωση
εισοδηματική διαστρωμάτωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский