Ελληνικά » Γερμανικά

διαστρεμμένος

διαστρεμμένος s. διεστραμμένος

Βλέπε και: διεστραμμένος

διεστραμμέν|ος [ðiɛstraˈmɛnɔs], διαστρεμμέν|ος [ðiastrɛˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. διεστραμμένος (νους):

2. διεστραμμένος (σεξουαλικά):

διεστραμμέν|ος [ðiɛstraˈmɛnɔs], διαστρεμμέν|ος [ðiastrɛˈmɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. διεστραμμένος (νους):

2. διεστραμμένος (σεξουαλικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский