Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασαλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [ðiasaˈlɛvɔ] VERB μεταβ

διασαλεύω
διασαλεύω τη δημόσια τάξη

Παραδειγματικές φράσεις με διασαλεύω

διασαλεύω τη δημόσια τάξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский