Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαρρέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|αρρέω <-έρρευσα> [ðiaˈrɛɔ] VERB μεταβ

1. διαρρέω (ποταμός):

διαρρέω

2. διαρρέω (αέριο: διαπερνώ από πόρους):

διαρρέω

3. διαρρέω (υγρό: περνώ σιγά σιγά):

διαρρέω

4. διαρρέω μτφ (πληροφορίες):

διαρρέω

II . δι|αρρέω <-έρρευσα> [ðiaˈrɛɔ] VERB αμετάβ (χρόνος: παρέρχομαι)

διαρρέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский