Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαρκής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαρκ|ής <-ής, -ές> [ðiarˈcis] ΕΠΊΘ

διαρκής

Παραδειγματικές φράσεις με διαρκής

διαρκής ανατοκισμός
διαρκής ειρήνη
διαρκής αναπηρία
διαρκής εγγύηση
διαρκής κρίση
Dauerkrise θηλ
διαρκής ανάπτυξη
διαρκής ενοχική σχέση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский