Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: διανοητής , διαρρήχτρια , διαρρήκτρια , διανοητικός , διανόημα και διανοητικότητα

διανοητής (διανοήτρια) [ðianɔiˈtis, ðianɔˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διανοητής (διανοήτρια)
Denker(in) αρσ (θηλ)

διανοητικ|ός <-ή, -ό> [ðianɔitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. διανοητικός (τύπος, άνθρωπος):

διαρρήκτης [ðiaˈriktis], διαρρήχτης [ðiaˈrixtis], διαρρήκτρια [ðiaˈriktria], διαρρήχτρια [ðiaˈrixtria] SUBST αρσ/θηλ

διανόημα [ðiaˈnɔima] SUBST ουδ

διανοητικότητα [ðianɔitiˈkɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский