Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανοητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανοητικ|ός <-ή, -ό> [ðianɔitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διανοητικός (σχετιζόμενος με τη διανόηση):

διανοητικός
διανοητικός
geistige Fähigkeiten θηλ πλ

2. διανοητικός (τύπος, άνθρωπος):

διανοητικός
είναι διανοητικός τύπος

Παραδειγματικές φράσεις με διανοητικός

είναι διανοητικός τύπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский