Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανεμητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανεμητικ|ός <-ή, -ό> [ðianɛmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διανεμητικός:

διανεμητικός
Verteilungs-

2. διανεμητικός ΓΛΩΣΣ:

διανεμητικός
Distributivum ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский