Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανεμητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διανεμητής (διανεμήτρια) [ðianɛmiˈtis, ðianɛˈmitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διανεμητής (διανεμήτρια)
Verteiler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский