Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διαβητικ|ός <-ή, -ό> [ðjavitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

διαβητικός

II . διαβητικ|ός <-ή, -ό> [ðjavitiˈkɔs] SUBST mf

διαβητικός
Diabetiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский