Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβεβαιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβεβαιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiavɛvɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. διαβεβαιώνω (υπόσχομαι κατηγορηματικά):

διαβεβαιώνω κάποιον

2. διαβεβαιώνω (επιβεβαιώνω):

διαβεβαιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский