Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δηλωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δηλωτικ|ός <-ή, -ό> [ðilɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δηλωτικός (που φανερώνει κάτι):

2. δηλωτικός (όρος: με σαφής και έντονη σημασία):

δηλωτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский