Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γνωστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . γνωστ|ός <-ή, -ό> [ɣnɔsˈtɔs] SUBST αρσ/θηλ

γνωστός
ένας παλιός μου γνωστός
ένας κοινός γνωστός

Παραδειγματικές φράσεις με γνωστός

γίνομαι γνωστός
γνωστός και μη εξαιρετέος ειρων
ένας κοινός γνωστός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский