Ελληνικά » Γερμανικά

γλάρος [ˈɣlarɔs] SUBST αρσ

γλαρ|ός <-ή, -ό> [ɣlaˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. γλαρός (φωτεινός):

2. γλαρός (γαλήνιος):

Παραδειγματικές φράσεις με γλάρος

τρώω σαν γλάρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский