Ελληνικά » Γερμανικά

βαλτ|ός <-ή, -ό> [valˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. βαλτός (της αστυνομίας, σε υπόκοσμο):

ήταν βαλτός

2. βαλτός (φονιάς):

βαλτός

βάλτος [ˈvaltɔs] SUBST αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με βαλτός

ήταν βαλτός
Salzsumpf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский