Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βέργα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βέργα [ˈvɛrɣa] SUBST θηλ

1. βέργα (λεπτή ράβδος):

βέργα
Stock αρσ

2. βέργα (πολύ ευλύγιστο κλαδί):

βέργα
Gerte θηλ

3. βέργα (για κουρτίνες κτλ):

βέργα
Stange θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский