Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βερεσέ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βερεσέ [vɛrɛˈsɛ] ΕΠΊΡΡ

1. βερεσέ οικ (με πίστωση):

βερεσέ

ιδιωτισμοί:

τ' ακούει βερεσέ

Παραδειγματικές φράσεις με βερεσέ

αγοράζω βερεσέ
τ' ακούει βερεσέ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский