Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφορολόγητο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
αφορολόγητο εισόδημα
αφορολόγητο εισόδημα
Freibetrag αρσ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „αφορολόγητο“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
αφορολόγητο ποσό ουδ
αφορολόγητο [ή αδασμολόγητο] όριο ουδ
αφορολόγητο ποσό ουδ
αφορολόγητο εισόδημα
βασικό αφορολόγητο ποσό ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский