Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφόρτωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφόρτωτ|ος <-η, -ο> [aˈfɔrtɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αφόρτωτος (φορτηγό):

αφόρτωτος

2. αφόρτωτος (εμπορεύματα):

αφόρτωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский