Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατείχιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατείχιστ|ος <-η, -ο> [aˈtiçistɔs] ΕΠΊΘ (πόλη)

ατείχιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский