Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατέλειωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατελείωτ|ος [atɛˈliɔtɔs], ατέλειωτ|ος [aˈtɛʎɔtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ατελείωτος (όχι τελειωμένος):

2. ατελείωτος (όχι τελειωμένος: έργο τέχνης):

3. ατελείωτος (που δεν έχει τέλος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский