Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασύχναστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασύχναστ|ος <-η, -ο> [aˈsixnastɔs] ΕΠΊΘ

1. ασύχναστος (απόκεντρος):

ασύχναστος

2. ασύχναστος (ερημικός):

ασύχναστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский