Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφυκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφυκτικ|ός [asfiktiˈkɔs], ασφυχτικ|ός [asfixtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

ασφυκτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский