Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσφιχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσφιχτ|ος <-η, -ο> [ˈasfixtɔs] ΕΠΊΘ

1. άσφιχτος (γενικά: που δε σφίχτηκε):

άσφιχτος

2. άσφιχτος (βίδα):

άσφιχτος

3. άσφιχτος (χαλαρός):

άσφιχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский