Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκούμεν|ος (-η) [asˈkumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ασκούμενος (-η)
Praktikant(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ασκούμενος

ασκούμενος δικηγόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский