Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκέπαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκέπαστ|ος <-η, -ο> [aˈscɛpastɔs] ΕΠΊΘ

1. ασκέπαστος (αντικείμενο):

ασκέπαστος

2. ασκέπαστος (άνθρωπος που κοιμάται):

ασκέπαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский